γυναικοφιλία

γυναικοφιλία
η
1. η γυναικομανία
2. φιλία μεταξύ γυναικών
3. φιλία που ταιριάζει σε γυναίκες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γυναικοφιλία — η 1. συναναστροφή των αντρών με γυναίκες. 2. φιλία ανάμεσα σε γυναίκες: Έχουν δυνατή γυναικοφιλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”